-
1 τιθηνόκομον
τῐθηνόκομον γένος· τοὺς Αἰθίοπας, ἐπεὶ μέλανες καὶ κομῆται ( μελανὶς καὶ κομήτις cod.), Hsch.: also [full] τιθωνόκομον· ἔθνος μέλαν μὲν τὸ ὅλον σῶμα, λευκὸν δὲ τὰς κόμας, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθηνόκομον
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский